κανταδόρικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανταδόρικα < κανταδόρικος + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kan.daˈðo.ɾi.ka/ & /kan.taˈðo.ɾi.ka/
Επίρρημα επεξεργασία
κανταδόρικα
- με κανταδόρικο τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανταδόρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κανταδόρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κανταδόρικος