Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καναρινής η καναρινιά το καναρινί
      γενική του καναρινή
καναρινιού
της καναρινιάς του καναρινιού
(καναρινί)
    αιτιατική τον καναρινή την καναρινιά το καναρινί
     κλητική καναρινή καναρινιά καναρινί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καναρινιοί οι καναρινιές τα καναρινιά
      γενική των καναρινιών των καναρινιών των καναρινιών
    αιτιατική τους καναρινιούς τις καναρινιές τα καναρινιά
     κλητική καναρινιοί καναρινιές καναρινιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, καναρινί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καναρινής < καναρίν(ι) + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

καναρινής, -ιά, -ί και άκλιτο καναρινί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία