Δείτε επίσης: καναρίνι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καναρινί < καναρίν(ι) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.na.ɾiˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐να‐ρι‐νί
τονικό παρώνυμο: καναρίνι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καναρινί ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

καναρινί άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καναρίνι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

καναρινί