Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμέλια οι καμέλιες
      γενική της καμέλιας των καμελιών
    αιτιατική την καμέλια τις καμέλιες
     κλητική καμέλια καμέλιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καμέλια η σινική

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμέλια < νεολατινική camelia < Camellus < Georg Joseph Kamel (Γκέοργκ Γιόζεφ Κάμελ: Τσέχος Ιησουίτης ιεραπόστολος στις Φιλιππίνες και βοτανολόγος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈme.li.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμέλια θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία