Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλυκοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καλυκοποιεί
ο
τα
καλυκοποιεί
α
γενική
του
καλυκοποιεί
ου
των
καλυκοποιεί
ων
αιτιατική
το
καλυκοποιεί
ο
τα
καλυκοποιεί
α
κλητική
καλυκοποιεί
ο
καλυκοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλυκοποιείο
<
κάλυκας
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλυκοποιείο
ουδέτερο
ο
εργοστάσιο
παραγωγής
καλύκων
για
πυροβόλα
όπλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλυκοποιείο
γαλλικά
:
cartoucherie
(fr)