Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλοχρονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλοχρονισμέν
ος
η
καλοχρονισμέν
η
το
καλοχρονισμέν
ο
γενική
του
καλοχρονισμέν
ου
της
καλοχρονισμέν
ης
του
καλοχρονισμέν
ου
αιτιατική
τον
καλοχρονισμέν
ο
την
καλοχρονισμέν
η
το
καλοχρονισμέν
ο
κλητική
καλοχρονισμέν
ε
καλοχρονισμέν
η
καλοχρονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλοχρονισμέν
οι
οι
καλοχρονισμέν
ες
τα
καλοχρονισμέν
α
γενική
των
καλοχρονισμέν
ων
των
καλοχρονισμέν
ων
των
καλοχρονισμέν
ων
αιτιατική
τους
καλοχρονισμέν
ους
τις
καλοχρονισμέν
ες
τα
καλοχρονισμέν
α
κλητική
καλοχρονισμέν
οι
καλοχρονισμέν
ες
καλοχρονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καλοχρονισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καλοχρονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοχρονισμένος