καλοχρονισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
καλοχρονισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλοχρονισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλοχρονισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλοχρονισμένος