↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοπιασμένος η καλοπιασμένη το καλοπιασμένο
      γενική του καλοπιασμένου της καλοπιασμένης του καλοπιασμένου
    αιτιατική τον καλοπιασμένο την καλοπιασμένη το καλοπιασμένο
     κλητική καλοπιασμένε καλοπιασμένη καλοπιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοπιασμένοι οι καλοπιασμένες τα καλοπιασμένα
      γενική των καλοπιασμένων των καλοπιασμένων των καλοπιασμένων
    αιτιατική τους καλοπιασμένους τις καλοπιασμένες τα καλοπιασμένα
     κλητική καλοπιασμένοι καλοπιασμένες καλοπιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καλοπιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία