Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοπίχερος η καλοπίχερη το καλοπίχερο
      γενική του καλοπίχερου της καλοπίχερης του καλοπίχερου
    αιτιατική τον καλοπίχερο την καλοπίχερη το καλοπίχερο
     κλητική καλοπίχερε καλοπίχερη καλοπίχερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοπίχεροι οι καλοπίχερες τα καλοπίχερα
      γενική των καλοπίχερων των καλοπίχερων των καλοπίχερων
    αιτιατική τους καλοπίχερους τις καλοπίχερες τα καλοπίχερα
     κλητική καλοπίχεροι καλοπίχερες καλοπίχερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοπίχερος < μεσαιωνική ελληνική καλοπίχερος < καλός + επιχειρώ

  Επίθετο επεξεργασία

καλοπίχερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία