καλονάρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλονάρχος < ελληνιστική κοινή κανονάρχης (πρωτοψάλτης) < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω (με παρετυμολόγηση από το καλός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.loˈnaɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐νάρ‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλονάρχος αρσενικό
- (θρησκεία) άλλη μορφή του κανονάρχης
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλονάρχος
|