Δείτε επίσης: Πρωτοψάλτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοψάλτης οι πρωτοψάλτες
      γενική του πρωτοψάλτη των πρωτοψαλτών
    αιτιατική τον πρωτοψάλτη τους πρωτοψάλτες
     κλητική πρωτοψάλτη πρωτοψάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοψάλτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.toˈpsal.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐ψάλ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοψάλτης αρσενικό

  1. (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) εκκλησιαστικός τίτλος, για τον πρώτο στην ιεραρχία των ψαλτών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (έπεται ο Λαμπαδάριος τού αριστερού χορού και έπεται ο Δομέστικος)
  2. πρώτος ιεροψάλτης του δεξιού χορού της χορωδίας του ιερού ναού. Δίνεται σε άνδρες στους οποίους έχει προηγηθεί η χειροθεσία τους σε αναγνώστη.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα