καλογερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαλογερικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε έναν καλόγερο ή ανήκει σε αυτόν ή τον χαρακτηρίζει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλογερικά
- → δείτε τις λέξεις καλόγερος, καλός και γέρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλογερικός
|