Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλογερικός η καλογερική το καλογερικό
      γενική του καλογερικού της καλογερικής του καλογερικού
    αιτιατική τον καλογερικό την καλογερική το καλογερικό
     κλητική καλογερικέ καλογερική καλογερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλογερικοί οι καλογερικές τα καλογερικά
      γενική των καλογερικών των καλογερικών των καλογερικών
    αιτιατική τους καλογερικούς τις καλογερικές τα καλογερικά
     κλητική καλογερικοί καλογερικές καλογερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλογερικός < καλόγερος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

καλογερικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται σε έναν καλόγερο ή ανήκει σε αυτόν ή τον χαρακτηρίζει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία