↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλογερίστικος η καλογερίστικη το καλογερίστικο
      γενική του καλογερίστικου της καλογερίστικης του καλογερίστικου
    αιτιατική τον καλογερίστικο την καλογερίστικη το καλογερίστικο
     κλητική καλογερίστικε καλογερίστικη καλογερίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλογερίστικοι οι καλογερίστικες τα καλογερίστικα
      γενική των καλογερίστικων των καλογερίστικων των καλογερίστικων
    αιτιατική τους καλογερίστικους τις καλογερίστικες τα καλογερίστικα
     κλητική καλογερίστικοι καλογερίστικες καλογερίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλογερίστικος < καλόγερος + -ίστικος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλογερίστικος, -η, -ο

  • που έχει κάποιες ιδιότητες όμοιες με αυτές του καλόγερου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία