Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αλκαλιούχος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλιούχ
ος
η
καλιούχ
α
το
καλιούχ
ο
γενική
του
καλιούχ
ου
της
καλιούχ
ας
του
καλιούχ
ου
αιτιατική
τον
καλιούχ
ο
την
καλιούχ
α
το
καλιούχ
ο
κλητική
καλιούχ
ε
καλιούχ
α
καλιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλιούχ
οι
οι
καλιούχ
ες
τα
καλιούχ
α
γενική
των
καλιούχ
ων
των
καλιούχ
ων
των
καλιούχ
ων
αιτιατική
τους
καλιούχ
ους
τις
καλιούχ
ες
τα
καλιούχ
α
κλητική
καλιούχ
οι
καλιούχ
ες
καλιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλιούχος
<
κάλιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
καλιούχος
που περιέχει
κάλιο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κάλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλιούχος