Δείτε επίσης: καλιούχος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλκαλιούχος η αλκαλιούχος
αλκαλιούχα
το αλκαλιούχο
      γενική του αλκαλιούχου της αλκαλιούχου
αλκαλιούχας
του αλκαλιούχου
    αιτιατική τον αλκαλιούχο την αλκαλιούχο
αλκαλιούχα
το αλκαλιούχο
     κλητική αλκαλιούχε αλκαλιούχε
αλκαλιούχα
αλκαλιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλκαλιούχοι οι αλκαλιούχοι
αλκαλιούχες
τα αλκαλιούχα
      γενική των αλκαλιούχων των αλκαλιούχων των αλκαλιούχων
    αιτιατική τους αλκαλιούχους τις αλκαλιούχους
αλκαλιούχες
τα αλκαλιούχα
     κλητική αλκαλιούχοι αλκαλιούχοι
αλκαλιούχες
αλκαλιούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλκαλιούχος < αλκάλι(ο) + -ούχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

αλκαλιούχος, -ος/α, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία