Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καληνυχτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καληνυχτισμέν
ος
η
καληνυχτισμέν
η
το
καληνυχτισμέν
ο
γενική
του
καληνυχτισμέν
ου
της
καληνυχτισμέν
ης
του
καληνυχτισμέν
ου
αιτιατική
τον
καληνυχτισμέν
ο
την
καληνυχτισμέν
η
το
καληνυχτισμέν
ο
κλητική
καληνυχτισμέν
ε
καληνυχτισμέν
η
καληνυχτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καληνυχτισμέν
οι
οι
καληνυχτισμέν
ες
τα
καληνυχτισμέν
α
γενική
των
καληνυχτισμέν
ων
των
καληνυχτισμέν
ων
των
καληνυχτισμέν
ων
αιτιατική
τους
καληνυχτισμέν
ους
τις
καληνυχτισμέν
ες
τα
καληνυχτισμέν
α
κλητική
καληνυχτισμέν
οι
καληνυχτισμέν
ες
καληνυχτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καληνυχτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καληνυχτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καληνυχτισμένος