↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καληνυχτισμένος η καληνυχτισμένη το καληνυχτισμένο
      γενική του καληνυχτισμένου της καληνυχτισμένης του καληνυχτισμένου
    αιτιατική τον καληνυχτισμένο την καληνυχτισμένη το καληνυχτισμένο
     κλητική καληνυχτισμένε καληνυχτισμένη καληνυχτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καληνυχτισμένοι οι καληνυχτισμένες τα καληνυχτισμένα
      γενική των καληνυχτισμένων των καληνυχτισμένων των καληνυχτισμένων
    αιτιατική τους καληνυχτισμένους τις καληνυχτισμένες τα καληνυχτισμένα
     κλητική καληνυχτισμένοι καληνυχτισμένες καληνυχτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καληνυχτισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία