καληνυχτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καληνυχτίζω < καληνύχτα
Ρήμα
επεξεργασίακαληνυχτίζω
- λέω καληνύχτα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καληνυχτίζω | καληνύχτιζα | θα καληνυχτίζω | να καληνυχτίζω | καληνυχτίζοντας | |
β' ενικ. | καληνυχτίζεις | καληνύχτιζες | θα καληνυχτίζεις | να καληνυχτίζεις | καληνύχτιζε | |
γ' ενικ. | καληνυχτίζει | καληνύχτιζε | θα καληνυχτίζει | να καληνυχτίζει | ||
α' πληθ. | καληνυχτίζουμε | καληνυχτίζαμε | θα καληνυχτίζουμε | να καληνυχτίζουμε | ||
β' πληθ. | καληνυχτίζετε | καληνυχτίζατε | θα καληνυχτίζετε | να καληνυχτίζετε | καληνυχτίζετε | |
γ' πληθ. | καληνυχτίζουν(ε) | καληνύχτιζαν καληνυχτίζαν(ε) |
θα καληνυχτίζουν(ε) | να καληνυχτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καληνύχτισα | θα καληνυχτίσω | να καληνυχτίσω | καληνυχτίσει | ||
β' ενικ. | καληνύχτισες | θα καληνυχτίσεις | να καληνυχτίσεις | καληνύχτισε | ||
γ' ενικ. | καληνύχτισε | θα καληνυχτίσει | να καληνυχτίσει | |||
α' πληθ. | καληνυχτίσαμε | θα καληνυχτίσουμε | να καληνυχτίσουμε | |||
β' πληθ. | καληνυχτίσατε | θα καληνυχτίσετε | να καληνυχτίσετε | καληνυχτίστε | ||
γ' πληθ. | καληνύχτισαν καληνυχτίσαν(ε) |
θα καληνυχτίσουν(ε) | να καληνυχτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καληνυχτίσει | είχα καληνυχτίσει | θα έχω καληνυχτίσει | να έχω καληνυχτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καληνυχτίσει | είχες καληνυχτίσει | θα έχεις καληνυχτίσει | να έχεις καληνυχτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καληνυχτίσει | είχε καληνυχτίσει | θα έχει καληνυχτίσει | να έχει καληνυχτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καληνυχτίσει | είχαμε καληνυχτίσει | θα έχουμε καληνυχτίσει | να έχουμε καληνυχτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καληνυχτίσει | είχατε καληνυχτίσει | θα έχετε καληνυχτίσει | να έχετε καληνυχτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καληνυχτίσει | είχαν καληνυχτίσει | θα έχουν καληνυχτίσει | να έχουν καληνυχτίσει |
|