καλειδοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλειδοσκοπικός < καλειδοσκόπιο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
καλειδοσκοπικός
- που έχει σχέση με καλειδοσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλειδοσκόπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλειδοσκοπικός