caléidoscopique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
caléidoscopique | caléidoscopiques |
caléidoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
caléidoscopique | caléidoscopiques |
caléidoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό