Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλαφατισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλαφατισμέν
ος
η
καλαφατισμέν
η
το
καλαφατισμέν
ο
γενική
του
καλαφατισμέν
ου
της
καλαφατισμέν
ης
του
καλαφατισμέν
ου
αιτιατική
τον
καλαφατισμέν
ο
την
καλαφατισμέν
η
το
καλαφατισμέν
ο
κλητική
καλαφατισμέν
ε
καλαφατισμέν
η
καλαφατισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλαφατισμέν
οι
οι
καλαφατισμέν
ες
τα
καλαφατισμέν
α
γενική
των
καλαφατισμέν
ων
των
καλαφατισμέν
ων
των
καλαφατισμέν
ων
αιτιατική
τους
καλαφατισμέν
ους
τις
καλαφατισμέν
ες
τα
καλαφατισμέν
α
κλητική
καλαφατισμέν
οι
καλαφατισμέν
ες
καλαφατισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καλαφατισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καλαφατίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαλαφάτιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλαφατισμένος