καλαθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλαθιά | οι | καλαθιές |
γενική | της | καλαθιάς | των | καλαθιών |
αιτιατική | την | καλαθιά | τις | καλαθιές |
κλητική | καλαθιά | καλαθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαθιά θηλυκό
- (οικείο) όσο χωράει ένα καλάθι
- (αθλητισμός) (παρωχημένο) το επιτυχημένο πέρασμα της μπάλας στο καλάθι στο άθλημα του μπάσκετ
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλάθι