↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλέντουλα οι καλέντουλες
      γενική της καλέντουλας των καλέντουλων
    αιτιατική την καλέντουλα τις καλέντουλες
     κλητική καλέντουλα καλέντουλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καλέντουλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλέντουλα < νεολατινική calendula < λατινική kalendae

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλέντουλα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία