κακογερασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίακακογερασμένος, -η, -ο < κακογερνώ, κακογερνάω + -σ- (από κακογέρασα) -μένος, -μένη, -μένο
/?/
κακογερασμένος, -η, -ο < κακογερνώ, κακογερνάω + -σ- (από κακογέρασα) -μένος, -μένη, -μένο