Ετυμολογία

επεξεργασία
κακκάβιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κακκάβιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κακκάβι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακκάβιον ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • (κουζινικά) είδος χύτρας, καζάνι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 294 (290-296) @anemi.lib.uoc.gr
    Ἡμεῖς δὲ νῦν ἐσθίομεν καθόλου τὸ ἁγιοζούμιν,
    καὶ σκόπει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τὴν ποικιλίαν·
    κακκάβιν ἔνι δίωτον, ὡσεὶ μετρῶν τεσσάρων,
    καὶ ἕως ἄνω οἱ μάγειροι γεμίζουσί το ὕδωρ,
    καὶ πῦρ ἐξάπτουσι πολὺ κατὰ τοῦ κακκαβίου,
    καὶ βάλλουσι κρομμύδια κἂν εἴκοσι κολέντας,
    καὶ τότε βλέπε, δέσποτα, καλὴν φιλοτιμίαν·
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κακκάβιον τὰ κακκάβι
      γενική τοῦ κακκαβίου τῶν κακκαβίων
      δοτική τῷ κακκαβί τοῖς κακκαβίοις
    αιτιατική τὸ κακκάβιον τὰ κακκάβι
     κλητική ! κακκάβιον κακκάβι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακκαβίω
γεν-δοτ τοῖν  κακκαβίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακκάβιον < κακκάβ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακκάβιον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία