Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακαδιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακαδιασμέν
ος
η
κακαδιασμέν
η
το
κακαδιασμέν
ο
γενική
του
κακαδιασμέν
ου
της
κακαδιασμέν
ης
του
κακαδιασμέν
ου
αιτιατική
τον
κακαδιασμέν
ο
την
κακαδιασμέν
η
το
κακαδιασμέν
ο
κλητική
κακαδιασμέν
ε
κακαδιασμέν
η
κακαδιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακαδιασμέν
οι
οι
κακαδιασμέν
ες
τα
κακαδιασμέν
α
γενική
των
κακαδιασμέν
ων
των
κακαδιασμέν
ων
των
κακαδιασμέν
ων
αιτιατική
τους
κακαδιασμέν
ους
τις
κακαδιασμέν
ες
τα
κακαδιασμέν
α
κλητική
κακαδιασμέν
οι
κακαδιασμέν
ες
κακαδιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κακαδιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κακαδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακαδιασμένος