Ετυμολογία

επεξεργασία
κακαδιάζω < κακάδ(ι) + -ιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.kaˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κα‐διά‐ζω

κακαδιάζω, αόρ.: κακάδιασα, μτχ.π.π.: κακαδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία