κακαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.kaˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κα‐διά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακακαδιάζω, αόρ.: κακάδιασα, μτχ.π.π.: κακαδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κακάδι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακαδιάζω | κακάδιαζα | θα κακαδιάζω | να κακαδιάζω | κακαδιάζοντας | |
β' ενικ. | κακαδιάζεις | κακάδιαζες | θα κακαδιάζεις | να κακαδιάζεις | κακάδιαζε | |
γ' ενικ. | κακαδιάζει | κακάδιαζε | θα κακαδιάζει | να κακαδιάζει | ||
α' πληθ. | κακαδιάζουμε | κακαδιάζαμε | θα κακαδιάζουμε | να κακαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | κακαδιάζετε | κακαδιάζατε | θα κακαδιάζετε | να κακαδιάζετε | κακαδιάζετε | |
γ' πληθ. | κακαδιάζουν(ε) | κακάδιαζαν κακαδιάζαν(ε) |
θα κακαδιάζουν(ε) | να κακαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακάδιασα | θα κακαδιάσω | να κακαδιάσω | κακαδιάσει | ||
β' ενικ. | κακάδιασες | θα κακαδιάσεις | να κακαδιάσεις | κακάδιασε | ||
γ' ενικ. | κακάδιασε | θα κακαδιάσει | να κακαδιάσει | |||
α' πληθ. | κακαδιάσαμε | θα κακαδιάσουμε | να κακαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | κακαδιάσατε | θα κακαδιάσετε | να κακαδιάσετε | κακαδιάστε | ||
γ' πληθ. | κακάδιασαν κακαδιάσαν(ε) |
θα κακαδιάσουν(ε) | να κακαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακαδιάσει | είχα κακαδιάσει | θα έχω κακαδιάσει | να έχω κακαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακαδιάσει | είχες κακαδιάσει | θα έχεις κακαδιάσει | να έχεις κακαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακαδιάσει | είχε κακαδιάσει | θα έχει κακαδιάσει | να έχει κακαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακαδιάσει | είχαμε κακαδιάσει | θα έχουμε κακαδιάσει | να έχουμε κακαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακαδιάσει | είχατε κακαδιάσει | θα έχετε κακαδιάσει | να έχετε κακαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακαδιάσει | είχαν κακαδιάσει | θα έχουν κακαδιάσει | να έχουν κακαδιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κακαδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι κακαδιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κακαδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κακαδιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κακαδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κακαδιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κακαδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κακαδιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακαδιάζω
|