καθυποταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθυποταγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καθυποτάζω και καθυποτάσσω
Μετοχή επεξεργασία
καθυποταγμένος, -η, -ο
- που έχει καθυποταχθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καθυποτάσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθυποταγμένος
|