καθοδηγημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθοδηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθοδηγώ
Μετοχή επεξεργασία
καθοδηγημένος, -η, -ο
- που έχει καθοδηγηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθοδηγημένος
|
καθοδηγημένος, -η, -ο
|