καθετηριασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθετηριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθετηριάζω
Μετοχή επεξεργασία
καθετηριασμένος, -η, -ο
- που έχει καθετηριασθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθετηριασμένος
|
καθετηριασμένος, -η, -ο
|