Ετυμολογία

επεξεργασία
καθετηριάζω < (ελληνιστική κοινήκαθετηρίζω < καθετήρ < αρχαία ελληνική καθίημι < ἵημι

καθετηριάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία