καθετηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθετηριάζω < (ελληνιστική κοινή) καθετηρίζω < καθετήρ < αρχαία ελληνική καθίημι < ἵημι
Ρήμα
επεξεργασίακαθετηριάζω
- (ιατρική) εισάγω καθετήρα σε ασθενή, προκειμένου να τον διευκολύνω να αποβάλλει υγρά ή να του εφαρμοστεί κάποια θεραπεία ή διάγνωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καθετήρας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθετηριάζω | καθετηρίαζα | θα καθετηριάζω | να καθετηριάζω | καθετηριάζοντας | |
β' ενικ. | καθετηριάζεις | καθετηρίαζες | θα καθετηριάζεις | να καθετηριάζεις | καθετηρίαζε | |
γ' ενικ. | καθετηριάζει | καθετηρίαζε | θα καθετηριάζει | να καθετηριάζει | ||
α' πληθ. | καθετηριάζουμε | καθετηριάζαμε | θα καθετηριάζουμε | να καθετηριάζουμε | ||
β' πληθ. | καθετηριάζετε | καθετηριάζατε | θα καθετηριάζετε | να καθετηριάζετε | καθετηριάζετε | |
γ' πληθ. | καθετηριάζουν(ε) | καθετηρίαζαν καθετηριάζαν(ε) |
θα καθετηριάζουν(ε) | να καθετηριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθετηρίασα | θα καθετηριάσω | να καθετηριάσω | καθετηριάσει | ||
β' ενικ. | καθετηρίασες | θα καθετηριάσεις | να καθετηριάσεις | καθετηρίασε | ||
γ' ενικ. | καθετηρίασε | θα καθετηριάσει | να καθετηριάσει | |||
α' πληθ. | καθετηριάσαμε | θα καθετηριάσουμε | να καθετηριάσουμε | |||
β' πληθ. | καθετηριάσατε | θα καθετηριάσετε | να καθετηριάσετε | καθετηριάστε | ||
γ' πληθ. | καθετηρίασαν καθετηριάσαν(ε) |
θα καθετηριάσουν(ε) | να καθετηριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθετηριάσει | είχα καθετηριάσει | θα έχω καθετηριάσει | να έχω καθετηριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθετηριάσει | είχες καθετηριάσει | θα έχεις καθετηριάσει | να έχεις καθετηριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθετηριάσει | είχε καθετηριάσει | θα έχει καθετηριάσει | να έχει καθετηριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθετηριάσει | είχαμε καθετηριάσει | θα έχουμε καθετηριάσει | να έχουμε καθετηριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθετηριάσει | είχατε καθετηριάσει | θα έχετε καθετηριάσει | να έχετε καθετηριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθετηριάσει | είχαν καθετηριάσει | θα έχουν καθετηριάσει | να έχουν καθετηριάσει |
|