Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καζανιασμένος η καζανιασμένη το καζανιασμένο
      γενική του καζανιασμένου της καζανιασμένης του καζανιασμένου
    αιτιατική τον καζανιασμένο την καζανιασμένη το καζανιασμένο
     κλητική καζανιασμένε καζανιασμένη καζανιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καζανιασμένοι οι καζανιασμένες τα καζανιασμένα
      γενική των καζανιασμένων των καζανιασμένων των καζανιασμένων
    αιτιατική τους καζανιασμένους τις καζανιασμένες τα καζανιασμένα
     κλητική καζανιασμένοι καζανιασμένες καζανιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καζανιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

καζανιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία