καζανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαζανιάζω, στ.μέλλ.: θα καζανιάσω, αόρ.: καζάνιασα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καζανιάζω | καζάνιαζα | θα καζανιάζω | να καζανιάζω | καζανιάζοντας | |
β' ενικ. | καζανιάζεις | καζάνιαζες | θα καζανιάζεις | να καζανιάζεις | καζάνιαζε | |
γ' ενικ. | καζανιάζει | καζάνιαζε | θα καζανιάζει | να καζανιάζει | ||
α' πληθ. | καζανιάζουμε | καζανιάζαμε | θα καζανιάζουμε | να καζανιάζουμε | ||
β' πληθ. | καζανιάζετε | καζανιάζατε | θα καζανιάζετε | να καζανιάζετε | καζανιάζετε | |
γ' πληθ. | καζανιάζουν(ε) | καζάνιαζαν καζανιάζαν(ε) |
θα καζανιάζουν(ε) | να καζανιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καζάνιασα | θα καζανιάσω | να καζανιάσω | καζανιάσει | ||
β' ενικ. | καζάνιασες | θα καζανιάσεις | να καζανιάσεις | καζάνιασε | ||
γ' ενικ. | καζάνιασε | θα καζανιάσει | να καζανιάσει | |||
α' πληθ. | καζανιάσαμε | θα καζανιάσουμε | να καζανιάσουμε | |||
β' πληθ. | καζανιάσατε | θα καζανιάσετε | να καζανιάσετε | καζανιάστε | ||
γ' πληθ. | καζάνιασαν καζανιάσαν(ε) |
θα καζανιάσουν(ε) | να καζανιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καζανιάσει | είχα καζανιάσει | θα έχω καζανιάσει | να έχω καζανιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καζανιάσει | είχες καζανιάσει | θα έχεις καζανιάσει | να έχεις καζανιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καζανιάσει | είχε καζανιάσει | θα έχει καζανιάσει | να έχει καζανιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καζανιάσει | είχαμε καζανιάσει | θα έχουμε καζανιάσει | να έχουμε καζανιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καζανιάσει | είχατε καζανιάσει | θα έχετε καζανιάσει | να έχετε καζανιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καζανιάσει | είχαν καζανιάσει | θα έχουν καζανιάσει | να έχουν καζανιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καζανιάζω
|