Δείτε επίσης: cabaça
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβάτζα οι καβάτζες
      γενική της καβάτζας
    αιτιατική την καβάτζα τις καβάτζες
     κλητική καβάτζα καβάτζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καβάτζα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβάτζα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) απόθεμα που μπαίνει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα
  2. (λαϊκότροπο) μια εναλλακτική λύση
    όταν δεν εφαρμόζεται το αρχικό μου σχέδιο, αναγκάζομαι να στραφώ σε κάτι άλλο, σε μια καβάτζα, για την οποία έχω φροντίσει προηγουμένως

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία