καβάντζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβάντζα | οι | καβάντζες |
γενική | της | καβάντζας | — | |
αιτιατική | την | καβάντζα | τις | καβάντζες |
κλητική | καβάντζα | καβάντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβάντζα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβάντζα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβάντζα
|