καβατζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαβατζώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καβατζώνω | καβάτζωνα | θα καβατζώνω | να καβατζώνω | καβατζώνοντας | |
β' ενικ. | καβατζώνεις | καβάτζωνες | θα καβατζώνεις | να καβατζώνεις | καβάτζωνε | |
γ' ενικ. | καβατζώνει | καβάτζωνε | θα καβατζώνει | να καβατζώνει | ||
α' πληθ. | καβατζώνουμε | καβατζώναμε | θα καβατζώνουμε | να καβατζώνουμε | ||
β' πληθ. | καβατζώνετε | καβατζώνατε | θα καβατζώνετε | να καβατζώνετε | καβατζώνετε | |
γ' πληθ. | καβατζώνουν(ε) | καβάτζωναν καβατζώναν(ε) |
θα καβατζώνουν(ε) | να καβατζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καβάτζωσα | θα καβατζώσω | να καβατζώσω | καβατζώσει | ||
β' ενικ. | καβάτζωσες | θα καβατζώσεις | να καβατζώσεις | καβάτζωσε | ||
γ' ενικ. | καβάτζωσε | θα καβατζώσει | να καβατζώσει | |||
α' πληθ. | καβατζώσαμε | θα καβατζώσουμε | να καβατζώσουμε | |||
β' πληθ. | καβατζώσατε | θα καβατζώσετε | να καβατζώσετε | καβατζώστε | ||
γ' πληθ. | καβάτζωσαν καβατζώσαν(ε) |
θα καβατζώσουν(ε) | να καβατζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καβατζώσει | είχα καβατζώσει | θα έχω καβατζώσει | να έχω καβατζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καβατζώσει | είχες καβατζώσει | θα έχεις καβατζώσει | να έχεις καβατζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καβατζώσει | είχε καβατζώσει | θα έχει καβατζώσει | να έχει καβατζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καβατζώσει | είχαμε καβατζώσει | θα έχουμε καβατζώσει | να έχουμε καβατζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καβατζώσει | είχατε καβατζώσει | θα έχετε καβατζώσει | να έχετε καβατζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καβατζώσει | είχαν καβατζώσει | θα έχουν καβατζώσει | να έχουν καβατζώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καβατζώνω
|