↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέντρωσῐς αἱ κεντρώσεις
      γενική τῆς κεντρώσεως τῶν κεντρώσεων
      δοτική τῇ κεντρώσει ταῖς κεντρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κέντρωσῐν τὰς κεντρώσεις
     κλητική ! κέντρωσῐ κεντρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεντρώσει
γεν-δοτ τοῖν  κεντρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέντρωσις < κεντρόω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέντρωσις θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή)
    1. χτύπημα/τσίμπημα με κεντρί
    2. κεντρική θέση
      ※  ἐπὶ δὲ τῶν ἀπλανῶν συμπαραληψόμεθα τόν τε αὐτῷ τῷ ἐκλειπτικῷ χρόνῳ συγκεχρηματικότα πρῶτον τῶν λαμπρῶν ἐπὶ τῆς παρῳχημένης κεντρώσεως κατὰ τοὺς διωρισμένους ἡμῖν ἐν τῇ πρώτῃ συντάξει τῶν ἐννέα τρόπων φαινομένους σχηματισμούς, καὶ τὸν ἐν τῇ φαινομένῃ κατὰ τὴν ἐκλειπτικὴν ὥραν διαθέσει, ἤτοι συνανατείλαντα ἢ συμμεσουρανήσαντα τῷ κατὰ τὰ ἑπόμενα κέντρῳ τοῦ τόπου τῆς ἐκλείψεως. (Κλαύδιος Πτολεμαίος, Τετράβιβλος, 79)
    3. παρακίνηση, παρότρυνση

Συγγενικά

επεξεργασία