ιχθυόλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιχθυόλη | οι | ιχθυόλες |
γενική | της | ιχθυόλης | των | ιχθυολών |
αιτιατική | την | ιχθυόλη | τις | ιχθυόλες |
κλητική | ιχθυόλη | ιχθυόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχθυόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: ichthyol < αρχαία ελληνική ἰχθύς + -ol (< alcohol)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχθυόλη θηλυκό