ιχθυολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ιχθυολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ichtyologiste < αρχαία ελληνική ἰχθύ(ς) + -ο- (ιχθυο-) + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχθυολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιχθυολογία, επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τα ψάρια