Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχθυολογικός η ιχθυολογική το ιχθυολογικό
      γενική του ιχθυολογικού της ιχθυολογικής του ιχθυολογικού
    αιτιατική τον ιχθυολογικό την ιχθυολογική το ιχθυολογικό
     κλητική ιχθυολογικέ ιχθυολογική ιχθυολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυολογικοί οι ιχθυολογικές τα ιχθυολογικά
      γενική των ιχθυολογικών των ιχθυολογικών των ιχθυολογικών
    αιτιατική τους ιχθυολογικούς τις ιχθυολογικές τα ιχθυολογικά
     κλητική ιχθυολογικοί ιχθυολογικές ιχθυολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχθυολογικός < ιχθυο-λογ(ία) + -ικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ichtyologique (< ichthyolog(ie)) + -ique[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ιχθυολογικός -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία