ιχθυολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιχθυολογικός < ιχθυο-λογ(ία) + -ικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ichtyologique (< ichthyolog(ie)) + -ique[1]
Επίθετο
επεξεργασίαιχθυολογικός -ή, -ό
- σχετικός με την ιχθυολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιχθυολογικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιχθυολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας