Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστορικοκανονικός η ιστορικοκανονική το ιστορικοκανονικό
      γενική του ιστορικοκανονικού της ιστορικοκανονικής του ιστορικοκανονικού
    αιτιατική τον ιστορικοκανονικό την ιστορικοκανονική το ιστορικοκανονικό
     κλητική ιστορικοκανονικέ ιστορικοκανονική ιστορικοκανονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστορικοκανονικοί οι ιστορικοκανονικές τα ιστορικοκανονικά
      γενική των ιστορικοκανονικών των ιστορικοκανονικών των ιστορικοκανονικών
    αιτιατική τους ιστορικοκανονικούς τις ιστορικοκανονικές τα ιστορικοκανονικά
     κλητική ιστορικοκανονικοί ιστορικοκανονικές ιστορικοκανονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστορικοκανονικός < ιστορικός + -ο- + κανονικός

  Επίθετο επεξεργασία

ιστορικοκανονικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία