Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστολογιόσφαιρα οι ιστολογιόσφαιρες
      γενική της ιστολογιόσφαιρας των ιστολογιοσφαιρών
    αιτιατική την ιστολογιόσφαιρα τις ιστολογιόσφαιρες
     κλητική ιστολογιόσφαιρα ιστολογιόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστολογιόσφαιρα < απόδοση της αγγλικής blogosphere < ιστολόγιο + σφαίρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιστολογιόσφαιρα θηλυκό

  1. (πληροφορική) ένα σύνολο από ιστολόγια
  2. (κατ’ επέκταση) το γενικότερο σύνολο όλων των ιστολογίων


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία