blogosphère
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- blogosphère < αγγλική blogosphere < blog + sphère
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
blogosphère | blogosphères |
blogosphère (fr) θηλυκό
Επεξεργασία
- blog
- blogueur - blogueuse (και bloggueur - bloggueuse)