ισοκυανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοκυανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: isocyanic < αρχαία ελληνική ἴσος + κυανοῦς
Επίθετο
επεξεργασίαισοκυανικός
- (χημεία) που έχει σχέση με το ισοκυανικό οξύ (Η-Ν=C=O) ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ισοκυανικός σκληρυντής