Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισανώμαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισανώμαλ
ος
η
ισανώμαλ
η
το
ισανώμαλ
ο
γενική
του
ισανώμαλ
ου
της
ισανώμαλ
ης
του
ισανώμαλ
ου
αιτιατική
τον
ισανώμαλ
ο
την
ισανώμαλ
η
το
ισανώμαλ
ο
κλητική
ισανώμαλ
ε
ισανώμαλ
η
ισανώμαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισανώμαλ
οι
οι
ισανώμαλ
ες
τα
ισανώμαλ
α
γενική
των
ισανώμαλ
ων
των
ισανώμαλ
ων
των
ισανώμαλ
ων
αιτιατική
τους
ισανώμαλ
ους
τις
ισανώμαλ
ες
τα
ισανώμαλ
α
κλητική
ισανώμαλ
οι
ισανώμαλ
ες
ισανώμαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισανώμαλος
<
ίσος
+
ανώμαλος
Επίθετο
επεξεργασία
ισανώμαλος
που είναι
ίσος
με κάποιον άλλο αλλά
άνισος
με κάποιον
τρίτο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ίσος
,
ανώμαλος
και
ομαλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισανώμαλος
αγγλικά
:
isanomalous
(en)