Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιρλανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιρλανδικ
ός
η
ιρλανδικ
ή
το
ιρλανδικ
ό
γενική
του
ιρλανδικ
ού
της
ιρλανδικ
ής
του
ιρλανδικ
ού
αιτιατική
τον
ιρλανδικ
ό
την
ιρλανδικ
ή
το
ιρλανδικ
ό
κλητική
ιρλανδικ
έ
ιρλανδικ
ή
ιρλανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιρλανδικ
οί
οι
ιρλανδικ
ές
τα
ιρλανδικ
ά
γενική
των
ιρλανδικ
ών
των
ιρλανδικ
ών
των
ιρλανδικ
ών
αιτιατική
τους
ιρλανδικ
ούς
τις
ιρλανδικ
ές
τα
ιρλανδικ
ά
κλητική
ιρλανδικ
οί
ιρλανδικ
ές
ιρλανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιρλανδικός
<
Ιρλανδία
Επίθετο
επεξεργασία
ιρλανδικός, -ή, ό
που αφορά την
Ιρλανδία
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιρλανδία
Ιρλανδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιρλανδικός
αγγλικά
:
Irish
(en)
αλβανικά
:
irlandez
(sq)
(
αρσ
),
irlandeze
(sq)
(
θηλ
)
αρωμουνικά
:
irlãndescu
(roa-rup)
(
αρσ
),
irlãndeascã
(roa-rup)
(
θηλ
)
γαλλικά
:
irlandais
(fr)