Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιντερέσο τα ιντερέσα
      γενική του ιντερέσου των ιντερέσων
    αιτιατική το ιντερέσο τα ιντερέσα
     κλητική ιντερέσο ιντερέσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιντερέσο < ιταλική interesso < interessare

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιντερέσο ουδέτερο

  1. το συμφέρον
  2. (παρωχημένο) ο τόκος πάνω στο κεφάλαιο που κάποιος δανειζόταν, το επιτόκιο
    ζήτησε μεγάλο ιντερέσο για 5.000 δραχμές επειδή τον βρήκε σε ανάγκη τον ανθρωπάκο
  3. (παρωχημένο) (μεταφορικά) οι « προσωπικές υποθέσεις » ενός ατόμου, αυτές που δεν αφορούν κανέναν άλλο
    αυτό είναι δικό μου ιντερέσο και να μην ασχοληθείς ξανά με το γάμο μου
    κοίτα τα ιντερέσα σου κι άσε μας ήσυχους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.