ιντερέσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιντερέσο | τα | ιντερέσα |
γενική | του | ιντερέσου | των | ιντερέσων |
αιτιατική | το | ιντερέσο | τα | ιντερέσα |
κλητική | ιντερέσο | ιντερέσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιντερέσο < ιταλική interesso < interessare
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιντερέσο ουδέτερο
- το συμφέρον
- (παρωχημένο) ο τόκος πάνω στο κεφάλαιο που κάποιος δανειζόταν, το επιτόκιο
- ζήτησε μεγάλο ιντερέσο για 5.000 δραχμές επειδή τον βρήκε σε ανάγκη τον ανθρωπάκο
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) οι « προσωπικές υποθέσεις » ενός ατόμου, αυτές που δεν αφορούν κανέναν άλλο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.