Δείτε επίσης: ἰλλυρικός, λυρικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιλλυρικός η ιλλυρική το ιλλυρικό
      γενική του ιλλυρικού της ιλλυρικής του ιλλυρικού
    αιτιατική τον ιλλυρικό την ιλλυρική το ιλλυρικό
     κλητική ιλλυρικέ ιλλυρική ιλλυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιλλυρικοί οι ιλλυρικές τα ιλλυρικά
      γενική των ιλλυρικών των ιλλυρικών των ιλλυρικών
    αιτιατική τους ιλλυρικούς τις ιλλυρικές τα ιλλυρικά
     κλητική ιλλυρικοί ιλλυρικές ιλλυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιλλυρικός < (ελληνιστική κοινήἰλλυρικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιλλυρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. Ιλλυρία
  2. Ιλλυριός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία