Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιλαρυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιλαρυντικ
ός
η
ιλαρυντικ
ή
το
ιλαρυντικ
ό
γενική
του
ιλαρυντικ
ού
της
ιλαρυντικ
ής
του
ιλαρυντικ
ού
αιτιατική
τον
ιλαρυντικ
ό
την
ιλαρυντικ
ή
το
ιλαρυντικ
ό
κλητική
ιλαρυντικ
έ
ιλαρυντικ
ή
ιλαρυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιλαρυντικ
οί
οι
ιλαρυντικ
ές
τα
ιλαρυντικ
ά
γενική
των
ιλαρυντικ
ών
των
ιλαρυντικ
ών
των
ιλαρυντικ
ών
αιτιατική
τους
ιλαρυντικ
ούς
τις
ιλαρυντικ
ές
τα
ιλαρυντικ
ά
κλητική
ιλαρυντικ
οί
ιλαρυντικ
ές
ιλαρυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιλαρυντικός
<
ιλαρύνω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
ιλαρυντικός
που έχει
σχέση
με την
ιλαρότητα
αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συνώνυμα
επεξεργασία
φαιδρυντικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ιλαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιλαρυντικός
αγγλικά
:
exhilarant
(en)