Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαιδρυντικός η φαιδρυντική το φαιδρυντικό
      γενική του φαιδρυντικού της φαιδρυντικής του φαιδρυντικού
    αιτιατική τον φαιδρυντικό τη φαιδρυντική το φαιδρυντικό
     κλητική φαιδρυντικέ φαιδρυντική φαιδρυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαιδρυντικοί οι φαιδρυντικές τα φαιδρυντικά
      γενική των φαιδρυντικών των φαιδρυντικών των φαιδρυντικών
    αιτιατική τους φαιδρυντικούς τις φαιδρυντικές τα φαιδρυντικά
     κλητική φαιδρυντικοί φαιδρυντικές φαιδρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιδρυντικός < αρχαία ελληνική φαιδρύνω (λαμπρύνω, φέρνω χαρά)

  Επίθετο επεξεργασία

φαιδρυντικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία