Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαιδρυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαιδρυντικ
ός
η
φαιδρυντικ
ή
το
φαιδρυντικ
ό
γενική
του
φαιδρυντικ
ού
της
φαιδρυντικ
ής
του
φαιδρυντικ
ού
αιτιατική
τον
φαιδρυντικ
ό
τη
φαιδρυντικ
ή
το
φαιδρυντικ
ό
κλητική
φαιδρυντικ
έ
φαιδρυντικ
ή
φαιδρυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαιδρυντικ
οί
οι
φαιδρυντικ
ές
τα
φαιδρυντικ
ά
γενική
των
φαιδρυντικ
ών
των
φαιδρυντικ
ών
των
φαιδρυντικ
ών
αιτιατική
τους
φαιδρυντικ
ούς
τις
φαιδρυντικ
ές
τα
φαιδρυντικ
ά
κλητική
φαιδρυντικ
οί
φαιδρυντικ
ές
φαιδρυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαιδρυντικός
<
αρχαία ελληνική
φαιδρύνω
(λαμπρύνω, φέρνω χαρά)
Επίθετο
επεξεργασία
φαιδρυντικός
που προκαλεί
φαιδρότητα
,
ιλαρότητα
, ευθυμία
Συγγενικά
επεξεργασία
φαιδρός
Φαίδρα
φαίνομαι
φως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαιδρυντικός
αγγλικά
:
hilarious
(en)