ιθυφαλλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιθυφαλλικός < (ελληνιστική κοινή) ἰθυφαλλικός (μορφή ποιητικού μέτρου)< αρχαία ελληνική ἰθύφαλλος < ἰθύς (ιωνικός τύπος του εὐθύς) + φαλλός
Επίθετο επεξεργασία
ιθυφαλλικός, -ή, -ό
- που παρουσιάζεται με ορθωμένο φαλλό
- ιθυφαλλικός Ερμής, ιθυφαλλικός σάτυρος, ιθυφαλλική μορφή
- (ποίηση) για μορφή ποιητικού μέτρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιθυφαλλικός